ἡμεροθηρικός

ἡμεροθηρικός
ἡμερο-θηρικός, ή, όν,
A of or for the hunting of tame beasts: ἡ -κή sc. τέχνη) the art of hunling them, Pl.Sph.222c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημεροθηρικός — ἡμεροθηρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμεροθηρική η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + θηρικός… …   Dictionary of Greek

  • ἡμεροθηρικῆς — ἡμεροθηρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροθηρικήν — ἡμεροθηρικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”